Δεν έχω όνομα. Έχω μόνο μυρωδιά. Κι είναι μοναδική, και ιδιαίτερη και φροντίζω τακτικά να την απλώνω στην γύρω περιοχή, ώστε όλοι να ξέρουν πως εδώ, από τη γέρικη βαλανιδιά με το μισοσπασμένο κλαδί προς το Βορρά, ως τον τοίχο με τον απλωμένο κισσό, που ορίζει Δύση, Νότο κι Ανατολή, είναι η περιοχή "αυτού που μυρίζει έτσι".
Διάλεξα αυτή τη γωνιά, τη γεμάτη δέντρα και θάμνους και πράσινο χορτάρι, λίγο καιρό αφού είχα χάσει τα απαλά αγκάθια της γέννας, κι έβγαλα τα καινούρια, τα σκληρά και σουβλερά. Χαιρέτισα τα αδέρφια μου και τη μάνα μου και κίνησα να βρω δική μου περιοχή. Τον πατέρα μου τον είχα αποχαιρετήσει καιρό πριν. Ήταν ανήσυχος κι απρόσεχτος μια ζωή και ένα βράδυ, είπε “θα πάω στο απέναντι κτήμα”. Όλοι του λέγαμε, μην πας, θα περάσεις από το σκληρό μαύρο χώμα, εκεί που τις νύχτες περνούν τα μυστήρια τέρατα με τα φωτεινά μάτια που μουγκρίζουν και βρωμάνε. Είναι επικίνδυνα εκεί. Αυτός επέμενε. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ.
Πλησιάζει η εποχή των βροχών, το καταλαβαίνω από τον αέρα, και το χρώμα των φύλλων που αλλάζει στα δέντρα. Παρόλο που η περιοχή μου έχει γενικά αρκετό φαγάκι, φέτος θα χρειαστεί να μπω σε χειμερία νάρκη. Έχω ήδη αρχίσει να στρώνω φύλλα, σε ένα λαγούμι που έχω φτιάξει στη ρίζα της βαλανιδιάς. Πρέπει να προσέχω, από τα πέρσι που έπεσε ο τοίχος μπαινοβγαίνουν σκύλοι αλλά και εκείνα τα άλλα ζώα τα ψηλά, που περπατάνε στα δυο πόδια, κι όταν πατούν κοντά μας, τρέμει η γης. Πέρσι τέτοια εποχή, ετοιμαζόμουν πάλι, αλλά δε χρειάστηκε να μπω σε νάρκη. Συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Ήταν και τότε λίγο πριν την εποχή των πολλών βροχών, οι μέρες μίκραιναν, τα απογεύματα όμως παρέμεναν γλυκά κι ηλιόλουστα. Εγώ εκείνη την ώρα ξύπναγα. Είχα το νου μου, γιατί απλά πρέπει πάντα να έχει κανείς το νου του αν θέλει να ζήσει, και ήμουν έτοιμος στην παραμικρή ένδειξη κινδύνου να γίνω μπαλάκι. Και ξαφνικά ακούγεται θόρυβος από τον τούβλινο τοίχο, κάτι πέφτει βαρύ στο χώμα, πολύ κοντά μου, κι όλο μου το είναι ουρλιάζει “Μπαλάκι, τώρα!”
Και γίνομαι μπαλάκι. Ανέπνεα γρήγορα αλλά σιωπηλά, μέσα στη χνουδωτή μου κοιλιά, και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που είχε κάνει και συνέχιζε να κάνει τόσο θόρυβο. Δεν προλαβαίνω να ηρεμήσω λιγάκι και βλέπω δίπλα μου ένα μεγάλο πόδι, σίγουρα 45 νούμερο και βάλε, τυλιγμένο με δέρματα, η γης να σείεται, κι εγώ πάλι μπαλάκι. Είχα τσουλήσει κάπως κάτω από κάτι φύλλα και δεν φαινόμουν. Σύντομα θεώρησα πως ήμουν αρκετά ασφαλής ώστε να ξεμυτίσω και να ρίξω μια ματιά.
Το μεγάλο δίποδο ζώο που με τρόμαξε, έστρωνε κάτι κάτω στο χώμα, πολύ κοντά στη φωλιά μου. Ήταν σαν ένα μεγάλο πράσινο φύλλο, σκούρο από τη μια πλευρά, ανοιχτόχρωμο από την άλλη. Τυλίχτηκε μέσα του ξαπλωμένο. Δεν ήταν δυνατόν. Μα καλά δεν είχε μυρίσει πρώτα να δει οτι εδώ είναι περιοχή μου; Δεν ήξερε πως δεν μπαίνουμε σε χειμέρια νάρκη ο ένας πάνω στον άλλον;
Όταν βεβαιώθηκα ότι κοιμάται, πήγα κι εγώ προς τη φωλιά μου. Καβαντζώθηκα και περίμενα να σκοτεινιάσει. Μόλις νύχτωσε, βγήκα και πήγα λίγο πιο κοντά. Άκουγα την ανάσα του και μύριζα τη μυρωδιά του. Δεν ήταν άσχημη. Κοιμόταν βαθιά. Πλησίασα στο μέρος όπου περίσσευε από το μεγάλο τυλιγμένο φύλλο το κεφάλι του. Ήταν τριχωτό, πολύ.
Δίπλα του υπήρχε ένα μεγάλο πράγμα, σαν βράχος έμοιαζε αλλά ήταν μαλακό και κούφιο. Κάτι είχε μέσα που μου είχε σπάσει τη μύτη. Κάτι σαν φρούτο αλλά πιο φρούτο ακόμα αν είναι δυνατόν. Ίσως και λίγο σαν τρούφα μανιτάρι. Έπρεπε να το βρω. Μπήκα στον βράχο. Βρήκα ένα περίεργο πράγμα, δεν ήταν κανονικό, γιατί ήταν, ήταν , δεν ξέρω πως να το περιγράψω γιατί δεν ήταν κανονικό, όπως όλα τα πράγματα με καμπύλες και διαφορές. Ήταν αφύσικο. Αναγκάστηκα να επινοήσω μια καινούρια ιδέα για να το περιγράψω έστω στον εαυτό μου. Ήταν μη-καμπύλο. Κι έμοιαζε φτιαγμένο από μασημένα φύλλα, όπως οι φωλιές από τις σφήκες. Μέσα του υπήρχε αυτό το υπέροχο πράγμα που μύριζα αλλά δεν είχα δει ακόμα. Δάγκωσα προσεκτικά το περίεργο σχήμα και άνοιξε. Έβαλα μέσα τα γαμψά μου νύχια και το έσκισα κι άλλο. Η μυρωδιά τώρα πια με είχε τρελάνει. Άρπαξα ένα στρογγυλό μαλακό πράγμα και το δάγκωσα και όλο μου το σώμα γέμισε από μια απέραντη γλύκα. Μέσα στην καφετιά, σαν μανιταριού, σάρκα του υπήρχαν σκληρότερα σκούρα καφέ πράγματα, των οποίων η γεύση, ήταν απίστευτη. Ένιωθα γεμάτος ενέργεια, έτοιμος να βγω έξω και να μουγκρίσω στο φεγγάρι, παντοδύναμος κι αγκαθωτός.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ο βράχος κουνήθηκε, μέσα από την τρύπα είδα το φεγγάρι και λουσμένο στο φως του, το πρόσωπο του τριχωτού δίποδου. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, μα δεν ακουγόταν βρυχηθμός, μόνο κάτι αγκομαχητά. Με το μπροστινό του πόδι έπιανε το στήθος του, βόγκηξε κι έπεσε κάτω στο έδαφος, ακίνητο.
Έμεινα μέσα στο μαλακό βράχο για λίγη ώρα, όσο να ηρεμήσουν τα πράγματα, αλλά κι εγώ. Σιγά-σιγά πήρα το θάρρος και έφαγα λίγο ακόμα από κείνο το θεσπέσιο και ηδονικό πράγμα που βρήκα μέσα στο μαλακό, κούφιο βράχο. Βγήκα έξω και πήγα κοντά στο δίποδο. Δεν ανέπνεε. Να έπεφτε σε τόσο βαθιά χειμερία νάρκη; Το άφησα και πήγα στη φωλιά μου.
Το πρωί έριξα μια ματιά, ήταν ακόμη εκεί στην ίδια στάση. Το απόγευμα καθώς νύχτωνε, βγήκα και πήγα πάλι κοντά. Ήταν ψόφιος, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Σας είπα στην αρχή, δεν έχω όνομα, έχω μυρουδιά, αλλά έχω όμως ένα παρατσούκλι, μου το έβγαλε η οικογένεια μου από μικρό. Με λέγανε “σχολαστικό”. Γιατί ότι έκανα το έκανα καλά. Παρόλο που όλοι νομίζουν πως εμείς οι σκαντζόχοιροι τρώμε έντομα και φρούτα και άλλα τέτοια, δε λέμε όχι σε ένα καλό κουφάρι. Εγώ είχα μελετήσει την συμπεριφορά των κουφαριών που είχα τύχει ως τώρα κι ήξερα πως εδώ είχε πολύ φαΐ η υπόθεση. Ο εγκέφαλος και το συκώτι είναι τα πρώτα όργανα που αποσυντίθενται. Θα φρόντιζα λοιπόν να φάω πρώτα αυτά. Το δίποδο ήταν τεράστιο, πολύ μεγαλύτερο από μένα. Σε δυο-τρεις μέρες θα γέμιζε ο τόπος μύγες, σκαθάρια-νεκροθάφτες και σκουλήκια. Οι μυρωδιές θα φέρνανε εδώ κι άλλα ζώα. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα. Και θα χρειαζόμουν και βοήθεια. Την ίδια νύχτα κατέβηκα προς το μέρος που γεννήθηκα και βρήκα την υπόλοιπη οικογένεια. Τα περισσότερα αδέρφια μου ήταν εκεί ακόμα εκτός από τον μεγάλο αδερφό που μάλλον είχε πάει με τον ίδιο τρόπο που πήγε κι ο πατέρας. Ήρθαν όλοι πάνω στα λημέρια μου και στρωθήκαμε στη δουλειά.
Όλη νύχτα τρώγαμε, και τη μέρα σκασμένοι στο φαΐ , βογκούσαμε κάτω από τις φυλλωσιές προσπαθώντας να κοιμηθούμε. Δεν έφταναν οι σάρκες που άλλωστε γρήγορα λιώσανε, είχαμε να τρώμε κι απ όλα τα έντομα που γεννιόντουσαν, ζούσαν και θα πέθαιναν πάνω στο κουφάρι, αν δεν τα τρώγαμε εμείς πρώτα. Ο χειμώνας μπήκε και άρχισαν να φυτρώνουν γύρω του κι ωραία ζουμερά μανιτάρια. Ήταν ένα φαγοπότι που κράτησε πάνω από μήνα. Μέχρι να έρθει ξανά η άνοιξη, δεν είχαν μείνει παρά μόνο τα κόκαλα. Ένα βράδυ, ήρθε μια καταιγίδα. Ο αέρας λυσσομανούσε. Η γέρικη βαλανιδιά δεν άντεξε και το μεγάλο ραγισμένο κλαδί έπεσε πάνω στον τοίχο, σπάζοντας τον σε κομμάτια. Το επόμενο πρωί, από την τρύπα μπήκαν οι σκύλοι. Άρπαξαν τα κόκαλα που είχαν και τα πήραν τρέχοντας. Μετά ήρθαν κάτι μικρά δίποδα και ούρλιαζαν. Αργότερα την ίδια μέρα, ήρθαν μεγάλα δίποδα, πολλά ντυμένα ίδια με μπλε και άσπρες στολές και μάζεψαν ότι είχε μείνει. Έμεινα στη φωλιά μου να τους κοιτώ και κάθε φορά που πλησίαζαν ήξερα τη δουλειά μου. Μπαλάκι.
Τα μάζεψαν όλα. Έμεινε μόνο η ανάμνηση. Σε όλη την περιοχή είχαν να λένε για το φαγοπότι που οργάνωσε ο σχολαστικός σκαντζόχοιρος. Μα εγώ ένα πράγμα δε θα ξεχάσω ποτέ. Εκείνα τα στρογγυλά σαν μανιτάρια με την απίστευτη γλύκα και τα σκούρα ακόμη πιο ωραία κομματάκια.
Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε από μένα στα πλαίσια των μαθημάτων δημιουργικής γραφής που έκανα στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής του Παύλου Θωμόπουλου, γνωστού και ως Γελωτοποιού (ναι του γνωστού blogger και συγγραφέα)
Ο Παύλος υπήρξε φίλος καλός και δάσκαλος και γενικά μια λαμπρή παρουσία στη ζωή πολλών από μας. Ήταν ο δικός μας φιλόσοφος, ο δικός μας συγγραφέας της διπλανής πόρτας. Ήταν ένας Άνθρωπος από τους πιο όμορφους, πλήρης ελαττωμάτων (αν και όλα από αυτά που συγχωρούνται) αλλά κυρίως πλήρης όμορφων συναισθημάτων, εξαιρετικών ταλέντων, αγνός κι εκφραστικός και καλός.
Αν ήθελα να τον περιγράψω με μια πρόταση, αν θα μπορούσα να το τολμήσω, θα έλεγα πως ήταν αυτός που εξέφραζε όλα όσα εμείς οι άλλοι δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε. Και το έκανε με ένα πολύ απλό, κατανοητό, εύκολο κι ευχάριστο στο διάβασμα, τρόπο. Ένα Όμορφο Μυαλό, A Beautiful Mind.
Ο Παύλος, ο Γελωτοποιός μας, ο δάσκαλος μας, την έκανε για την άλλη μεριά, τη χρονιά που μας πέρασε. Ήμουν σε ταξίδι όταν συνέβη. Ακόμη πονάει και πολύ. Για μέρες μετά περπατούσα σε λιμάνια τα βράδια μόνος με την σκέψη του. Θα μου λείψει.
Βέβαια με την εξέλιξη των μίντια και των ψηφιακών μέσων, έχει αφήσει μια τεράστια παρακαταθήκη κειμένων (κι έχουμε και μια προσωπική αλληλογραφία) μέσα στην οποία περιέργως ή όχι και τόσο, συνεχίζει να ζει.
Μας έβαζε διάφορες ασκήσεις. Μια από αυτές ήταν να διαλέξουμε από δυο λίστες με λέξεις, μια με επίθετα και μια με ουσιαστικά δυο λέξεις, να τις συνδυάσουμε και να είναι ο τίτλος ενός διηγήματος όχι παραπάνω από 1650 λέξεις.
εγώ διάλεξα το "σχολαστικός" και το "σκατζόχοιρος"
Κι έτσι γεννήθηκε "Ο Σχολαστικός Σκαντζόχοιρος"
Ο Παύλος ήταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος. Κι ένας πάρα πολύ καλός συγγραφέας. Εν καιρώ είμαι σίγουρος πως θα αναγνωριστεί για το πόσο καλός γραφιάς ήταν. Παράλληλα όμως αφήνει μια τεράστια παρακαταθήκη μέσα από όλους όσους από μας βοήθησε να λευτερώσουμε τα θεριά που κρύβουμε μέσα μας.
Του αφιερώνω αυτή την ιστορία, ένα από τα μικρά θεριά μου, τον Σχολαστικό Σκαντζόχοιρο.