Πέμπτη, Μαΐου 20, 2021

Να γίνουμε ψαράδες, Αμόρε!



Ακούμπησε το πράσινο παγωμένο μπουκάλι στο τραπέζι μπροστά μου και δίπλα του ένα ποτηράκι λίγο μεγαλύτερο από τσίπουρου, ας πούμε ρετσινας. Μου έκανε πράγματι εντύπωση το μέγεθος του ποτηριου, αλλά μόνο τόση, ώστε να χαμογελάσω. Και να μην πω τίποτα.
Είχε πάρει λίγα λεπτά πριν την παραγγελία μου, χαμογελώντας πλατιά κι εκείνη.
Τη ρώτησα αν είναι από δω και μου απάντησε "Μεσολόγγι". Μμμμ. Στο χώρο των σωβινιστων μοτοσυκλετιστων που ημουν κάποτε, το Μεσολόγγι ήταν γνωστό για τρία πράγματα. Τα χελια, τα κουνούπια και τις γυναίκες του...
Με ρώτησε από που έρχομαι κι όταν είπα Κέρκυρα, έλαμψαν τα μάτια της και από τα χείλη της γλυστρησε ένας αναστεναγμός θαυμασμού... "αχ Κέρκυρα..."
Προσπάθησα να της πω, πως το κάθε μέρος έχει τα δικά του, πως σαν αποκτήσεις τα διπλά και βαλε χρόνια της, που είχα εγω πια, δε θα βλέπεις τα πράγματα το ίδιο.
Θα καταλάβεις πως το "πολύ" τελικά είναι λίγο και το "λίγο" μπορεί να είναι τόσο πολύ.
Αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστο. Αρκέστηκα στο να πω πως αυτός ο τόπος, το νησί το μικρό, έχει τη μαγεία κι αυτό.
Οι μικροί άνθρωποι χρειάζονται να μαθουν από μόνοι τους. Στη καλύτερη να πουν κάποια στιγμή, "Α ναι μου το χε πει ένας καπετάνιος που γνώρισα κάποτε..." 
Αργότερα, με μια σταλιά κεφάλι από τη μπύρα, νηστικός ων, περπάτησα το δρόμο που ανεβαίνει στο χωριό.
Δεν ειχε τουρίστες ακόμα αλλά τα περισσότερα σπίτια ηταν φρέσκοβαμμένα και η άνοιξη έχει επισκεφτεί τους κήπους τους με ξέφρενο ενθουσιασμό. 
Μερικά κτίσματα μόνο εδειχναν σημάδια του χειμώνα ακόμη, με ξύλα γκρίζα και σχεδόν γυμνά από τα χρώματα τους, που ξεφλουδιζαν ξεραμενα. 
Λαχταρω μια ζωή σε ένα τέτοιο μέρος, δεν έχει σημασία ποιο. Ένα μικρό νησί θέλω, με μερικούς παράξενους και φιλοξενους κατοίκους, ένα σπιτάκι απλό με μπλε παράθυρα να βλέπει στο πέλαγος, και μια βάρκα.
Ας έχει και δύο πολύ περίεργους να τσακωνομαστε να έχει κι ενδιαφέρον. Εκτός κι αν γινουμε εμείς οι πολύ περιεργοι, γλυκιά μου... Χάχαχα. 
Τα καλοκαίρια να έχει περαστικούς με σκάφη να γνωριζόμαστε, να τους κάνω καμια δουλειά, να βγαίνει το φαΐ της μέρας, τα πρωινά μετά μια βουτιά, και τα μεσημέρια σαλάτες στη βεράντα με φίλους ή με σένα. 
Θα φοράω μόνο μαγιω και συ το ίδιο, μόνο που εσύ θα τυλίγεσαι και με τα ωραία σαρι που τονίζουν το μποέμικο κι αριστοκρατικο στυλ σου. 
Τα απογεύματα λέω να κάνουμε έρωτα με την αρμύρα ακόμη πάνω μας, εσύ μετά να κοιμάσαι και να γράφω ποιηματα εμπνευσμένος από σένα και τη θάλασσα. Τα βράδια... μπορούμε να στήνουμε ένα ιδιότυπο πυροφανι, να γίνουμε ψαράδες ιστοριών, αλιεύοντας μαργαριτάρια στις ταβέρνες και τα μπαρ από τους περαστικούς ιστιοπλόους, να τα υφαινουμε στις ιστορίες που θα γράφουμε το χειμώνα που θα χει ησυχία.
Θα κάνουμε πως τους ζηλεύουμε για να ανοίγονται περισσότερο και να μας λένε κι άλλα. 
Να ας πούμε ιστορίες για ανθρώπους που κάνουν περίεργα πράγματα οπως να μαγειρεύουν άνοστα η να φτιάχνουν σάντουιτς με τρία διαφορετικά ήδη τυριών μεσα, που ακούστηκε? Η που τρώνε μακαρόνια φούρνου κάθε μέρα χωρίς αλάτι και πιπέρι, που μαγειρεύουν λες και ειναι πρωτοετείς της Ιατρικής. 
Η ιστορίες για τη Ζανζιβαρη, όχι το μπαρ, την αληθινή, όπου οι τροχονόμοι φορούν λευκές στολές που ταιριάζουν με τα κατάλευκα δόντια τους. Αυτά που μοστραρουν σε καθε ευκαιρία χαμογελώντας πλατιά, όταν σε σταματάνε για να σου πουν πως έτρεχες και πρέπει να πληρώσεις πρόστιμο. Σου ζητάνε, λέει, να κατεβάσεις όλα τα παράθυρα και φέρνουν βόλτα όλο το αμάξι λέγοντας καλημέρα και κάνοντας και φιλοφρονησεις στις γυναίκες επιβάτες. Όταν ζητήσεις να δεις το ραντάρ, σου λένε you were going very fast my friend... Χαμογελώντας παντα! 
Τα ενοικιαζομενα αμάξια στη Ζανζιβαρη έχουν τεράστια αυτοκόλλητα για να φαίνονται οι τουρίστες από μακρια, ο στόχος.
Είδατε λοιπόν τι μαθαίνει κανείς με λίγη μόνο κουβέντα φεύγοντας από μια ταβέρνα?
Βάλε κάτω τι μπορείς να μάθεις σε ένα καλοκαίρι, βάλε τι μπορείς να υφανεις μαζί με τις δικές σου κλωστές και τα νηματα των αναμνησεων σου.
Νατη η ιστορία, νατος ο χειμώνας πως περνάει γρήγορα μέσα σε ένα πετρινο σπίτι με μπλε παράθυρα. Με θέα στο πέλαγος.