Περπατούσα. Κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά και κοίταζα δεξιά και αριστερά. Γύρω μου και μπροστά μου ορθώνονταν ψηλά γερασμένα κτίρια, ακίνητοι παρατηρητές μιας ασυνήθιστα σκληρής για μένα πραγματικότητας. Διέσχισα μια πλατεία σχεδόν άδεια, γεμάτη μόνο πουλιά που παραμέριζαν για να περάσω. Στο βάθος ένας νεαρός πατέρας φωτογράφιζε την μικρή του κόρη, μια μικρή τρελή νεράιδα που χόρευε με τα περιστέρια. Ένας τρελός που έδιωχνε ανύπαρκτες μύγες συμπλήρωνε την εικόνα…
Πέρασα απέναντι, μήπως τα πράγματα φαίνονταν καλύτερα από την άλλη πλευρά του δρόμου. Άδικος κόπος. Κατηφόρισα την οδό της πόλης σου και στάθηκα στη γωνία περιμένοντας την λύτρωση. Εμφανίστηκε με την μορφή ενός αγγέλου, με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Στα χέρια του κρατούσε μια ψυχή βγαλμένη. Ματωμένη.
Οδηγούσα. Ένιωθα τον αέρα στο πρόσωπο μου να προσπαθεί να με καθαρίσει. Τον βοήθησα ανοίγοντας κι άλλο το γκάζι. Το μουγκρητό της μηχανής γέμισε πρόσκαιρα το κενό μέσα μου. Βρήκα το δρόμο εύκολα. Μήπως όμως προτιμούσα να είχα χαθεί? Στην πόλη σου μέσα, βαθιά. Μερικές γωνιές της με τρομάζουν, μα τις προτιμώ από τον τρόμο που νιώθω όταν κοιτώ μέσα στα άδεια σου μάτια. Τον τρόμο που νιώθω όταν βλέπω τα παιδιά της να ζητιανεύουν στα καφενεία, και στους πεζόδρομους. Διαπιστώνεις πως μ’ αρέσει η πόλη σου. Το καταλαβαίνεις από την ανέμελη διάθεση μου για περιπλάνηση μέσα της. Δεν ξέρεις πως η ανεμελιά μου οφείλεται στα χέρια σου γύρω από την μέση μου, στην μυρωδιά των μαλλιών σου, στην πίεση που ασκεί το σώμα σου πάνω στο δικό μου σε κάθε απότομο φρενάρισμα…
Καθόμουν. Στην οθόνη φάκελοι πετούσαν από τη μια μεριά στην άλλη μεταφέροντας κομμάτια ζωής, ψυχής, προσωπικής ιστορίας με καλή διάθεση. Τα μπλουζ αγκάλιαζαν τον χτύπο της καρδιάς μου και τον ηρεμούσαν. Έξω η νύχτα ήδη σκέπαζε την πόλη με εκείνο το αίσθημα αιώνιου ξημερώματος που μόνο εδώ έχω ζήσει. Έστριψα ένα τσιγάρο ακόμα και θυμήθηκα την αθώα χαρά στα μάτια σου, την πρώτη φορά που με είδες να χρησιμοποιώ το μικρό μηχάνημα που τα στρίβει ωραία και ίσια. Ήθελες να το δοκιμάσεις και σε πήγα βήμα-βήμα μέχρι που το πρόσωπο σου φώτισε περισσότερο ακόμα. Τώρα, ένα πράγμα ακόμα από τη ζωή μου , που άγγιξες με την παρουσία σου, θα γεμίσει με μια άλλη σημασία. Νιώθω άβολα, κάτι σαν μετανιωμένο βαμπίρ. Βλέπω να αδειάζει το χρώμα από τη ζωή σου στάλα με τη στάλα. Μόνο που το στάζεις, το χρώμα, πάνω στη δική μου, στα πράγματα μου, στα χέρια μου, στο μυαλό μου, στην καρδιά μου…
Κοιμόμουν. Μέσα στο όνειρο μου ξύπνησα. Και ήμουν μέσα στον εφιάλτη σου. Θύμωσα με τον εαυτό μου γιατί ήθελα να σε ξυπνήσω αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Η μορφή σου διαγράφονταν κάτω από τα σεντόνια, και μου θύμιζε πράγματα που προτιμούσα να ξεχάσω. Γι’ αυτό ήθελα να σε ξυπνήσω , να σηκωθείς, να σταματήσεις να μου τα θυμίζεις. Σκέφτηκα να σου τραγουδήσω μα δεν μπορούσα να θυμηθώ τα λόγια. Σκέφτηκα να σου γράψω ένα σημείωμα μα δεν έβρισκα στυλό. Πήγα να σου στείλω ένα mail μα δεν άνοιγε ο υπολογιστής. Σκέφτηκα να πάω να βάλω μπροστά τη μηχανή και να μαρσάρω τρελά να ξυπνήσεις, μα δεν έβρισκα τα κλειδιά. Όταν τελικά τα βρήκα, είχε σφραγίσει η κλειδαριά και δεν μπορούσα να τα βάλω μέσα. Θυμήθηκα το τηλέφωνο σου που χτυπούσε δυνατά, μα όλα τα τηλέφωνα που έβρισκα δεν είχαν πλήκτρα. Άνοιξα το στόμα μου να ουρλιάξω μα από το στόμα μου έβγαινα μαύρα πουλιά τόσο συνεχώς που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα…
Ξύπνησα. Στο σπίτι βασίλευε σιωπή. Αισθάνθηκα πως, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά μου, κοιμόσουν ακόμα. Έλπιζα ο πρωινός σου ύπνος να ήταν πιο ελαφρύς από τον δικό μου βραδινό. Βγήκα στο μπαλκόνι και άφησα τον ήλιο να με ζεστάνει γιατί κρύωνα αρκετά. Ήπια και δυο γουλιές καυτό καφέ για να ξυπνήσω. Στάθηκα στα κάγκελα και κοίταξα κάτω. Πήρα μια βαθιά ανάσα από την πόλη σου να την θυμάμαι. Μάταια. Σε λίγες μέρες θα έφευγα και η ανάσα θα είχε αντικατασταθεί από χιλιάδες άλλες. Πήγα στο μπάνιο να πλυθώ και βρήκα μια ρυτίδα. Στην αφιέρωσα σιωπηλά και προετοιμάστηκα για την αποχώρηση μου. Η πόλη σου μπορεί να μου κλέβει το άρωμα σου, μα για να επανορθώσει απλώνει τα πλοκάμια της επάνω μου και με τραβάει σαν λάστιχο. Της αρέσει μάλλον η σκέψη να προσθέσει ένα θύμα ακόμα στα τόσα, πόσο μάλλον με μια τόσο καλή δικαιολογία.
Η πόλη σου με θέλει εδώ. Να περιπλανιέμαι στους δρόμους της, να χάνομαι σε αέναους ομόκεντρους κύκλους, σε ένα λαβύρινθο με χίλιους ξενόγλωσσους Μινώταυρους να κυνηγούν την σκιά μου. Να ψάχνω να βρω το σπίτι σου με μόνη βοήθεια ένα βιβλίο με χάρτες από το οποίο λείπει μια σελίδα. Η δική σου. Με μόνο φως τις πινακίδες των μπαρ που αναβοσβήνουν την ώρα που προσπαθώ να δω πως λέγανε τον δρόμο που δεν έστριψα. Να ακολουθώ τα λεωφορεία με την ελπίδα πως κάνουν στάση έξω από το σπίτι σου. Να ρωτάω τους οδηγούς για πληροφορίες και να με κοιτάνε σαν χαζοί. Να περνώ μπροστά από τα μαγαζιά και να χαζεύω την αντανάκλαση μου στην βιτρίνα, αναρωτώντας αν με ξέρω. Να γίνω μάρτυρας της καθημερινής, μικρής , πικρής τρέλας της. Να προσπαθώ να φύγω.
Καληνύχτα.
This is called love!...
ΑπάντησηΔιαγραφήJust like in the movies... :-)))