Στην αρχή ήταν μια φήμη. Μετά μεγάλες σκονισμένες πληγές άνοιξαν στα βουνά. Από μακριά έβλεπες τα μηχανήματα και τουw ανθρώπους γύρω σαν μυρμήγκια να πηγαινοέρχονται...
Σιγά-σιγά μεγάλα κομμάτια σαν τις παύλες ενός γιγαντιαίου κώδικα Μορς απλώθηκαν πάνω στα βουνά και ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποια στιγμή, αν και ημιτελής παραδόθηκαν κάποια μέρη στη κυκλοφορία.
Η παρέα με τις μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού, αφού εξερεύνησε όλη μέρα τους μικρούς, ορεινούς, δρόμους των Τζουμέρκων, ξεχύθηκε στην τελευταία παύλα του κώδικα. Ένας-ένας άνοιξαν το γκάζι, δοκιμάζοντας για μια ακόμα φορά τα όρια μηχανών και αναβατών. Αργότερα στο φέρρυ της επιστροφής θα σύγκριναν τις επιδόσεις τους, όπως τόσες φορές πριν και τόσες ξανά...
Ο σκύλος παραπατούσε ζαλισμένος στη μέση δρόμου. Πως βρέθηκε εκεί? Αφού υπάρχει περίφραξη (υποτίθεται...) Πλησιάζοντας τον κατάλαβα γιατί. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο αίματα, τα μάτια του έπαιζαν τρελά. Η γλώσσα του κρεμόταν, φαινόταν διψασμένος και ζαλισμένος. Όλα τα σημάδια του σοκ...
Μια λίμνη, τρεις παύλες του κώδικα, και μια θάλασσα. Αυτά τους χώριζαν. Δεν ήξεραν ο ένας τoν άλλον. Αλλά σε μια άλλη θάλασσα , κι έναν άλλον κώδικα, HTML αυτή τη φορά, γνωρίστηκαν. Και έτσι ήρθαν πολλές στιγμές Εγνατίας, για μήνες, μέχρι που την έσμπρωξαν από τη μέση κι ένωσαν τη λίμνη με τη θάλασσα. Και κάνανε μια λιμνοθάλασσα, δικιά τους μονάχα. Να κάνουν ιστιοπλοία και kite.
Μετά από τα διόδια, στην άκρη του δρόμου, είναι σταματημένα τρια αυτοκίνητα. Επιβάτες και οδηγοί όλοι έξω. Χρυσές αλυσίδες, πουκάμισα ανοιχτά, μάτια που γυαλίζουν. Τα αυτοκίνητα είναι όλα σκούροχρωμα. Audi, BMW και Mercedes. Αυτά τα αυτοκίνητα είναι το status symbol εδώ. Είναι φίλοι του πατέρα της νύφης, και περιμένουν την πομπή. Θα κάνουν τα δικά τους... οι περισσότεροι θα αποφύγουν να τους κοιτάξουν στα μάτια...
Ο δρόμος έχει δική του βούληση. Πότε χώνεται σαν τυφλοπόντικας, μέσα στο χώμα, εξαφανίζεται, και κει που βγαίνει δεν βρέχει πια, έχει ήλιο. Αλλού πάλι βγάζει φτερά, πετάει, πάνω, ψηλά. Ο κάμπος φαίνεται μικρός, σαν από αεροπλάνο. Τώρα χαμηλώνει πάλι , ξύνει τις κορφές των δέντρων και ξαφνικά το βλέπω! Είναι ένα σπιτί, χωμένο μες τα δέντρα, ορεινό στυλ, με ξύλο και πέτρα, όμορφο! Μεγάλα κόκκινα γράμματα πάνω σε άπρο πανί, "ΠΩΛΕΙΤΑΙ" γιατί τώρα πια η απομακρυσμένη ορεινή βίλλα δεν είναι πάρά αλλο ένα σπίτι δίπλα στο δρόμο, δίπλα στη φασαρία, στη βουή που δεν σταματά ποτέ, νύχτα - μέρα...
Φτάνοντας για μια ακόμη φορά στο τέλος του δρόμου, εκεί που οι θαλάσσιοι δρόμοι συνεχίζουν το έργο του, εκτυλίσσεται ξαφνικά μια σκηνή. Τόσο γρήγορα που θες λίγο χρόνο να καταλάβεις τι συνέβη... Είδες έναν μαυριδερό τύπο να περνά γρήγορα το δρόμο, αμέσως μετά το προπορευόμενο όχημα? Κι άλλο έναν κρυμμένο στους θάμνους? Και αυτός που πετάχτηκε τι ψάχνει στο μεγάλο βυτιοφόρο? Και που εξαφανίστηκε ξαφνικά? Ο φίλος του ετοιμάζεται κι αυτός. Σκέφτεσαι να πας το πεις στο Λιμεναρχείο. Για μια στιγμή. Μετά δεν το σκέφτεσαι άλλο. Τι δουλειά έχεις να ανακατεύεσαι με την μιζέρια των άλλων... Πρόσφυγες, λαθρεπιβάτες, απελπισία, ελπίδα.
Η παρέα στο κόκκινο αυτοκίνητο είναι κουρασμένη. Οι επιβάτες πίσω, έχουν για μαξιλάρι, ο ένας τον άλλον. Η μουσική παίζει, με κρατά ξύπνιο. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο με τη δικιά του μουσική, μουσική από τη συναυλία. Θα μείνει έτσι, ευχάριστα γεμάτο,χορτάτο, για μερικές μέρες.
Στιγμές Εγνατίας. Καλοκαιρινές, χειμερινές, μοναχικές η με παρέα. Ηλιόλουστες η βροχερές. Χαρούμενες η λυπημένες. Του πηγαιμού η του γυρισμού. Αληθινές η μέσα στο μυαλό μας. Δικές μας όμως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου