Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2008

Η Μαιρούλα και η Ελενίτσα...




Όταν ήταν μαζί ο κόσμος γύρω τους μαγικά εξαφανιζόταν, η γινόταν όπως τον ήθελαν αυτές. Ήταν φίλες από μωρά. Η Ελενίτσα ήταν λίγο μεγαλύτερη, μερικούς μήνες, και αυτή η διαφορά ήταν η πηγή του πρώτου τους καημού, που δεν ήταν στην ίδια τάξη... Εν τω μεταξύ οι γονείς τους είχαν προ πολλού παραδεχτεί ότι είχαν να κάνουν με δύο μικρές τσαούσες... Όπου κέφι και χορός, η Μαιρούλα και η Ελενίτσα, πρώτες.
Το περασμένο καλοκαίρι είχαν πάει στην ίδια κατασκήνωση, αλλά σε διαφορετικές περιόδους όμως. Άλλος καημός κι αυτός. Είχαν σκοπό βέβαια, να μην το αφήσουν να ξανασυμβεί. Καθισμένες στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κατάστρωναν σχέδια για το επόμενο καλοκαίρι, πως θα κατάφερναν να πάνε σε όλες (!) τις περιόδους. Εν τω μεταξύ τι μαζί τι χώρια, σαν γνήσιες τσαούσες, θυμόταν απέξω όλα τα τραγουδάκια που τους έμαθαν, μαζί με τις αντίστοιχες χορευτικές κινήσεις. Μόνο και μόνο για αυτό, δεν αισθάνονταν σαν να είχαν πάει χωριστά, μια και είχαν κοινές μνήμες από τις μέρες που πέρασαν εκεί...
Σαν χαρακτήρες, είχαν ομοιότητες και διαφορές. Η Ελενίτσα είχε ένα μόνιμα ονειρικό βλέμμα και η Μαιρούλα ότι έλεγε το τελείωνε με χαμόγελο.Μιλούσαν και οι δύο πολύ και συνεχώς. Όταν ήταν μαζί ήταν σαν πολυβόλο. Μια φορά που έμεινε στο σπίτι της Μαιρούλας η Ελενίτσα, είχαν ξυπνήσει από τις 6 το πρωί και μιλούσαν. Ήταν ναζιάρες και οι δύο από μωρά. Το μόνιμο παράπονο τους ήταν που δεν ήταν αδερφούλες... κι όμως στον φανταστικό τους κόσμο, συχνά ήταν. Προσπαθούσαν συνεχώς να βρουν τρόπους να είναι μαζί. Μια φορά η Ελενίτσα σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να μείνει στην ίδια τάξη για να μπορούν να είναι παρέα, αλλα έλα που στο δημοτικό δεν σε αφήνουν να μείνεις! Υποσχέθηκε λοιπόν στη Μαιρούλα να μείνει στην ίδια τάξη όταν πάει γυμνάσιο, για να την περιμένει...

Οι γονείς της Ελενίτσας ήταν χωρισμένοι, και η μαμά εξαφανισμένη. Ζούσαν λοιπόν, αυτή και ο αδερφός της με τον μπαμπά τους. Ήταν καλός άνθρωπος, προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο για τα παιδιά του. Μόνο που ένιωθε βαριά την μοναξιά και προσπαθούσε συχνά να την απαλύνει, μπλέκοντας όμως συνήθως με τις λάθος γυναίκες... Όταν η Μαιρούλα πήγαινε πρώτη δημοτικού, χώρισαν και οι δικοί της γονείς. Η Μαιρούλα έμενε με τη μαμά της, ενώ η μεγάλη της αδερφή με τον μπαμπά τους. Οι δυό φίλες τα έλεγαν συχνά στο σχολείο και παρηγορούσαν η μία την άλλη. Παράλληλα ο μπαμπάς της Ελενίτσας, έκανε παρέα με τη μαμά της Μαιρούλας, που ήταν και αυτή καλή, και την βοηθούσε να "ξεπεράσει" τα πρώτα στάδια του χωρισμού... Και εκεί ήταν που μέσα στις δύο μικρές φούντωσε η ελπίδα πως ίσως το όνειρο τους να γινόταν πραγματικότητα... Αν ο μπαμπάς της Ελενίτσας και η μαμά της Μαιρούλας τα "βρίσκανε" θα μπορούσαν να γίνουν μια οικογένεια! Θα μπορούσαν να λέγονται αδερφούλες, να ζουν στο ίδιο σπίτι! Θα ήταν καταπληκτικά! Έβαλαν λοιπόν εμπρός, να σπρώξουν την κατάσταση όσο μπορούσαν.
Όταν πήγαιναν όλοι μαζί για μπάνιο αν κάποιος ρωτούσε, έλεγαν πως είναι αδερφές. Η Ελενίτσα δασκάλεψε τον μικρό της αδερφό να λέει πότε-πότε την μαμά της Μαιρούλας "μαμά"! Έκανε κι αυτή το ίδιο. Αντίστοιχα το ίδιο έκανε και η Μαιρούλα με τον επίδοξο "μπαμπά" της. Επίσης δεν έχανε ευκαιρία να πει στη μαμά της πόσο καλά περνάνε όταν είναι όλοι μαζί και πόσο ωραία μαγειρεύει ο μπαμπάς της Ελενίτσας, η τι ωραίο αυτοκίνητο που έχει. Για ένα διάστημα κόντευαν και οι ίδιοι οι γονείς να το πιστέψουν, κάτι η μοναξιά, κάτι ο πόνος των χωρισμών, ταίριαζαν κιόλας σε αρκετά πράγματα. Δεν ήταν όμως γραφτό. Η χημεία, όσο κι αν το θες, δεν φτιάχνεται, η υπάρχει η δεν υπάρχει. Και έτσι μετά από κάνα δυό μήνες αραίωσε η παρέα...

Η Μαιρούλα και η Ελενίτσα συνεχίζουν κάνουν παρέα, και τώρα πια όταν αναπολούν εκείνους τους δύο μήνες, κάτι που κάνουν συχνά, λένε "Θυμάσαι? Ήταν τότε... τότε που ήμασταν κοντά!"...

Και συνεχίζουν βέβαια να λένε, κυρίως σε ανθρώπους που μόλις γνώρισαν, πως είναι αδερφούλες...

Σάββατο, Νοεμβρίου 08, 2008

World without tears

If we lived in a world withought tears
How would bruises find
The face to lie upon
How would scars find skin
To etch themselves into
How would broken find the bones

If we lived in a world without tears
How would heartbeats
Know when to stop
How owuld blood know
Which body to flow outside of
How would bullets find the guns

If we lived in a wold without tears
How would misery know
Which back door to walk through
How would trouble know
Which mind to live inside of
How would sorrow find a home

If we lived in a world without tears
How would bruises find
The face to lie upon
How would scars find skin
To etch themselves into
How would broken find the bones

If we lived in a world without tears
How would bruises find
The face to lie upon
How would scars find skin
To etch themselves into
How would broken find the bones

How would broken find the bones
How would broken find the bones





Η Lucinda Williams γεννήθηκε το 1953 και ξεκίνησε να παίζει μουσική από μικρή (12). Ηχογράφησε 2 άλμπουμ στη δεκαετία του 80 χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η αναγνώριση ήρθε το 1998 με το αλμπουμ Car wheels on a gravel road. Με μια φωνή που μαρτυρά, ξενύχτι, τσιγάρο και ποτό, όπως λίγες, και ένα ρεπερτόριο μελαγχολικό, μάγεψε πολύ κόσμο αν και ποτέ δεν έγινε mainstream. Πρόσφατα ,στα 55 της, βρήκε τον έρωτα και την ευτυχία σε έναν συνεργάτη της, με αποτέλεσμα το πρώτο "χαρούμενο" άλμπουμ της το Little Honey. Πολλοι την θεωρούν country, αλλά σίγουρα δεν είναι η country που ξέρουμε. Ένα μίγμα country, rock, americana, alternative. Μια καταπληκτική παρουσία, μια ξανθιά ροκ ποιήτρια μιας "κάποιας" ηλικίας...

Εγώ την λατρεύω. Φαίνεται πολύ?

Ακούστε την. αξίζει...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2008

Blues, PC και ξερό ψωμί...

Υπάρχει έρωτας από το πρώτο κλικ?

Μπορεί να διαισθανθείς την προσωπικότητα κάποιου μέσα από τα καλώδια? Να καταλάβεις αν το usb σου ταιριάζει με το δικό του/της και αν η σύνδεση θα γίνει firewire?

Κάποτε έγραψα ένα τραγούδι (κάπως) σχετικό με η/υ, ένα blues. Σας το παραθέτω:

Screensaver Blues
Sitting here watching my screen
Don’t know where I’m going
And forgotten where I’ve been
I got the screensaver blues
Things just ain’t bootin’ up the same

Watching all these icons flashing by
Wondering which one of them
To click and change my life
I’ve got them screensaver blues
Can’t find my way out of this game.

(refrain)
Tryin’ to remember your sweet smile
Don’t know where I’ve saved it
In which folder or which file

Memories I access randomly
To find that hidden download
You cut and pasted into me

Come back baby now I beg of you
My hard disk ain’t so hard no more
I’ve changed my CPU
I’ve got those screensaver blues
Install me back into your life.

Come back babe and we’ll plug and play
Don’t want to see you exit now
I’d rather have you save
I got them screensaver blues
Since you found out about my wife…


Ακολυθεί στην επόεμνη ανάρτηση μια όμορφη ιστορία σχετική με τα άνω.

Το Δώρο

Πέρασε το δρόμο γρήγορα, κρατώντας το κεφάλι του σκυμμένο, για να αποφύγει το ψιλόβροχο. Κοντοστάθηκε στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας μέσα από το τζάμι του μικρού μαγαζιού και προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν ανοιχτό η κλειστό. Διέκρινε μια κίνηση και έσπρωξε με ανακούφιση την πόρτα. Μπαίνοντας μέσα στον μικρό χώρο, χαιρέτησε την κυρία με τα όμορφα μάτια και ρώτησε αν είχαν ένα βιβλίο που έψαχνε. Υπήρχε και κάποιος πήγε στο πατάρι να το φέρει. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία και άφησε τις αισθήσεις του ελεύθερες στην επικείμενη επίθεση της «πραμάτειας» της.
Χρώματα, γράμματα, τίτλοι, όνειρα. Η γνώριμη μυρουδιά του χαρτιού, του καινούριου μολυβιού, της γόμας. Παλιοί γνωστοί και πρωτόγνωροι strangers.
Γυρνούσε το κεφάλι του μια από δώ και μια από κεί διαβάζοντας τους τίτλους.
Συνωστίζονταν στα ράφια, έσπρωχναν το ένα το άλλο για να τραβήξουν την προσοχή του. Του φώναζαν τι έχουν να προσφέρουν, για να διαλέξει εκείνα.
Το ένα του έταζε ταξίδια μακρινά σε μέρη άγνωστα, το άλλο γνώση βαθιά. Βρέθηκαν και πολλά να του υπόσχονται πως θα τον κάνουν ξανά νέο, παιδί σχεδόν. Ακόμη και μωρό αν ήθελε!

Αυτός δεν έδινε σημασία, έψαχνε, έψαχνε. Δεν ήξερε πραγματικά τι έψαχνε. Δεν ήταν γνώση, ούτε και εικόνα μαγική που θα τον έκανε να σταθεί σε ένα από τα βιβλία. Δεν ήταν τα φανταχτερά εξώφυλλα, ούτε και οι έξυπνα γραμμένες περιλήψεις στα οπισθόφυλλα. Και συνέχισε να ψάχνει.

Και να την ώρα που το παράτησε το ψάξιμο, που πήγε να πληρώσει το βιβλίο που ζήτησε και να φύγει, ακούστηκε μια φράση ψιθυριστή. Κοίταξε μπροστά του στον πάγκο μα δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακούστηκε. Σήκωσε μια κοινωνιολογική διατριβή και βρήκε από κάτω μια βαριά πολτική ιστορία. Από κάτω και από αυτήν ένα λεπτό βιβλίο με άσπρο εξώφυλλο του έκλεισε το μάτι. Ο τίτλος μίλησε στην καρδιά του, το όνομα από κάτω του θύμισε έναν όμορφο άνθρωπο που γνώρισε πρόσφατα. Δεν πείστηκε αμέσως και έτσι ξεφύλλισε τις πρώτες σελίδες. Στην πρώτη κιόλας βρήκε κάτω-κάτω το όνομα του. Ήταν κάτι σαν την υπογραφή στο συμβόλαιο. Έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε μαζί με το άλλο που είχε πάρει.

Το βιβλίο τυλίχτηκε για δώρο, προορισμός του να διαβαστεί από μια άλλη ψυχή, αγαπημένη. Για να ανακαλύψει αυτή αν η υπόσχεση της μαγείας ήταν αληθινή.

Κι εμείς? Ίσως δε μάθουμε ποτέ ,αλλά τι πειράζει?

Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008

Μια νύχτα στην πόλη...νο(δεν έχει σημασία) και the end...

Κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι οι μεγάλοι έρωτες και η λογοτεχνία πάνε συχνά χέρι-χέρι. Όταν αγαπάς και πονάς, το μυαλό πετάει... Μερικές φορές όμως μένουν μόνο εκεί, στη λογοτεχνία, η μόνο στο κεφάλι μας, σίγουρα, πάντως όχι στην πραγματικότητα... Αυτοί οι έρωτες της φαντασίας, είναι δυνατοί σαν μπουρίνι... και μπορεί να αφήσουν κάποιες ζημιές στο πέρασμα τους, αλλά όλα διορθώνονται...
Και κάποια στιγμή λοιπόν έρχεται ένας άλλος έρωτας πραγματικός, χειροπιαστός, γεμάτος, ώριμος και ισιώνεις!
Δεν έχει σημασία λοιπόν πως ήταν οι υπόλοιπες νύχτες στην πόλη του φανταστικού μου έρωτα. Ας αρκεστούμε να πούμε πως ήταν αρκούντως σκοτεινές, καπνισμένες, μεθυσμένες και μουσικές ώστε να μένουν μια ανάμνηση καλή.

την τελευταία νύχτα είχα κανονίσει να πάμε σε μια συναυλία. Duran-duran... (μόνο καλά σχόλια, παρακαλώ) Δεν προέκυψε κι έμεινα με ένα εισιτήριο περισσευούμενο. Πήγα στη συναυλία και στήθηκα απέξω περιμένοντας. Κάποια στιγμή είδα μια κοπελίτσα , ίδια η Scarlett Johansson, και της το έδωσα να μπει. Παρακολούθησα τη συναυλία μαζί της και με την παρέα της. Μια ακόμη καλή, έστω και λίγο πικρή ανάμνηση είχε δημουργηθεί...




και



ελπίζω να δουλέψει πρώτη φορά κάνω embed...

Μια βραδιά στην πόλη σου....νο2

Η πόλη σου με μάσησε για μερικές μέρες, και με έφτυσε σαν κουκούτσι.
Πρέπει να ομολογήσω πως η διαδικασία του μασήματος δεν ήταν και τόσο επίπονη. Αν μη τι άλλο πήρα και τη χαρά να ζήσω του στίχους ενός από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Το θυμάσαι εκείνου του Βαγγέλη Γερμανού?

«Παίρνω σβάρνα τα στενά τα στενά,
μόνος με τη μηχανή,
μα δεν βρίσκω πουθενά,
κάτι να με συγκινεί.

Θα’θελα να’χα φτερά,
Σαν του δαίδαλου γερά,
Να πετάξω σαν πουλί,
Μόνος με τη μηχανή.

Κλπ.κλπ βέβαια. Πόσο καλά τα έλεγε. Γιατί είναι πάντα κάποιος άλλος που γράφει το τραγούδι που σε εκφράζει καλύτερα? (Καημός…)

Ένα μόνο πράγμα ήθελα. Να γίνω ο ιππότης σου πάνω στο άσπρο (μαύρο…) άλογο μου, να σε σώσω. Δεν το κατάφερα. Αρκούμαι να ξέρω ότι οι στιγμές που περάσαμε μαζί ήταν μια ανάσα για σένα. Ανάσα. Αυτή η λέξη ξεφυτρώνει συνεχώς όταν βρίσκομαι κοντά σου. Μια ανάσα από τα μαλλιά σου .Μια ανάσα μουσικής στο μπαρ. Μια ανάσα ζωής για σένα, και μια για μένα. Μια ανάσα που βάστηξα όταν έφυγες από κοντά μου και που τώρα νιώθω πως μπορώ να αφήσω. Για να πάρω μιαν ακόμα εννοείται.

Θα χαρείς αν σου πω πως μου έδωσες πίσω κάτι που νόμιζα ότι είχα χάσει?

Φανάρι το φανάρι, προχωράω μέσα στην πόλη σου. Βάζω στόχο τα κόκκινα φώτα και χώνομαι ανάμεσα τους. Ενίοτε ανοίγω ανοίγω κι λίγο παραπάνω το γκάζι γιατί ξέρω πως σου αρέσει. Τώρα ξέρω πως σε έχω ξανασυναντήσει κι άλλες φορές μα είχες άλλα ονόματα τότε. Την πρώτη φορά σε λέγαν Ειρήνη και τη δεύτερη Μαρία. Την τρίτη Ελένη…
Την πόλη σου θα την αφήσω αύριο. Θα τριγυρίσω λίγο στο λαβύρινθο της για τελευταία φορά όπως κάνω πάντα. Μπορεί να την αφήσω να με φιλέψει και ένα τελευταίο καφέ. Μα αργά η γρήγορα οι δρόμοι θα πλατύνουν, και τα σπίτια θα αραιώσουν. Οι ταχύτητες θα ανεβούν και τα τοπία θα θολώσουν. Εγώ και η μηχανή για λίγο θα γίνουμε ένα και θα με πάρει μακριά σου…

Θα ξανάρθω
Ραντεβού στη μαγική σου τη γωνιά. Θα είμαι εκεί με το άσπρο μου άλογο. Να ταξιδέψουμε και πάλι μαζί. Όπου θες εσύ.

Γειά.

ΥΓ. Στο βιβλίο που ξεκίνησα να γράφω ο ήρωας συζεί με δύο γυναίκες. Τη μία τη λένε Χαρά και την άλλη Ευτυχία… Μόνο που δεν μπορώ να καταλήξω στο όνομα αυτού. (Το Έρωτας θα ήταν χαζό, μα το άλλο που σκέφτηκα ήταν το Θάνατος. Εσύ τι λές??)

Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2008

2000 χειμωνιάτικα χλμ με λίγο violent femmes στην μέση...

Έξω ένας εντυπωσιακά μεγάλος και γαλανός ουρανός, προσπαθεί να με εντυπωσιάσει. Μέσα στο καράβι, καθισμένος, νιώθω εκείνο το σφίξιμο της προσμονής λίγο πριν I hit the road. Τα σύννεφα, που τόσο μου αρέσει να φωτογραφίζω, κάνουν την απουσία τους αισθητή. Βαστιούνται στις άκρες του ορίζοντα, κάνοντας θαρρείς στην άκρη για να περάσουμε. Γυρνώ και κοιτάζω από το παράθυρο και εκεί που υπήρχε ανοιχτή θάλασσα, είναι τώρα ένα νησί. Καλυμμένο από πράσινο χορτάρι και καφετιούς ξερούς θάμνους, και στολισμένο με μια κορδέλα άσπρου βράχου γύρω-γύρω. Πάει καιρός που έγραψα. Αναρωτιέμαι τελικά αν οι μικρές εξορμήσεις - βλέπε δραπετεύσεις - είναι αυτές που δίνουν καύσιμο στην ώθηση για γράψιμο που ένιωσα τον τελευταίο καιρό. Το ταξίδι ξεκινά ξανά.

Πίσω στο νησάκι, που παρεμπιπτόντως δεν φαίνεται πια, πετούν φαντάζομαι ακόμα γλάροι. Αναρωτιέμαι αν νιώθουν και αυτοί αγουροξυπνημένοι όπως ο μπάρμαν που μου έδωσε τον πρώτο μου, για σήμερα, καφέ.. Είχε εκείνο το σοβαρό ύφος που έχουν συχνά οι άνθρωποι νωρίς το πρωί. Όταν αισθάνονται πως το πρόσωπο τους κρέμεται απλώς πάνω στο κεφάλι τους, βαρύ, κοιμισμένο. Μπαίνοντας στο καράβι, με την πλήρη μου εξάρτιση και τη μηχανή φορτωμένη τα του ταξιδιού, αισθάνθηκα ξανά εκείνο το κάπως ηρωικό feeling. Θαρρείς τα μαύρα προστατευτικά ρούχα που φορώ για να κοροϊδέψω τον κρύο με μεταμορφώνουν σε κάποιον από τους σούπερ-ήρωες για τους οποίους με τόση μανία διάβαζα μικρός. Κάτι μεταξύ του Silver Surfer και του Batman φαντάζομαι...

Το καράβι είναι σχετικά άδειο, και κοντά μου κάθεται μια παρέα νεαρά παιδιά, οι οποίοι ήσυχα κουβεντιάζουν για το επικείμενο ταξίδι τους. κάποιος από αυτούς μάλλον πάει φαντάρος γιατί ένας από τους άλλους του δίνει συμβουλές και τον προετοιμάζει. Δίπλα ένας κύριος κάθεται και χαζεύει ένα σημείο στο πάτωμα ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια του. Κι άλλος που προσπαθεί να ξυπνήσει. Αντίθετα εγώ σχεδόν δεν κατάφερα να κοιμηθώ όλη νύχτα. Η προσμονή του ταξιδιού με κρατούσε σε εγρήγορση.

Ο ήλιος μόλις διάλεξε να κάνει την εμφάνιση του. Αν και δεν φαντάζομαι πως είχε και άλλη επιλογή. Κάνω έν διάλειμμα να σκουπίσω τα γυαλιά μου, κλασσική δικαιολογία, για όταν αρχίζεις να μένεις από πράγματα να γράψεις. Από το παράθυρο (φιλιστρίνι είναι το ξέρω αλλά δεν έχει το σωστό σχήμα ούτε μέγεθος) φάνηκε η πρώτη σημαδούρα του διαύλου. Πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι , τώρα πέρασε και η δεύτερη. Το καράβι πάει αργά τώρα κι οι κραδασμοί του μου κουνάνε την οθόνη.


Θα τα ξαναπούμε σε λίγο....

Το λίγο τελικά, δεν ήταν και τόσο λίγο...

Η διαδρομή προς Αθήνα καλή, και αρκετά γνώριμη πια. Αυτό που δεν ήταν και τόσο γνώριμο ήταν το κρύο. Εντός μισής ώρας, τα χέρια νιώθουν σαν να καίγονται από το κρύο. Έψαχνα με μανία να βρώ ένα καφενείο ανοιχτό μπας και ζεσταθώ αλλά τίποτα. Τελικά έκανα υπομονή μέχρι την Πρέβεζα όπου και μια στάση για να δω φίλους μου έσωσε τα δάχτυλα. Κάπου εκεί πήρα και την απόφαση να βάλω τα θερμαινόμενα σκριπ. Σύντομα...
Συνεχίζοντας μετά από καφέ, βγήκα ξανά στην Εθνική. Όλα μια χαρά, κάποια στιγμή σταμάτησα για βενζίνη και ανακάλυψα το βενζινάδικο με το πιο loud καζανάκι στην Αιτολωακαρνανία. Βγαίνοντας από την τουαλέτα ένιωθα τα μάτια όλων επάνω μου! Το καζανάκι είχε βροντοφωνάξει το υγρό και δυνατό του μήνυμα: «Αυτός που βγαίνει τώρα μόλις ΚΑΤΟΥΡΗΣΕΕΕΕ!!!!! Και μορεί και να ΕΧΕΣΕΕΕΕΕΕ!!!!!!
Περνώντας το Ευηνοχώρι, θυμάμαι πως εκεί κοντά είναι και το μαγαζί που σταματάω πάντα για μια μπουκιά και ένα καφέ. Σταμάτησα και αυτή τη φορά για φαί και καφέ. Πιάσαμε την κουβέντα και προέκυψε ότι έχει και συγγενείς στην Κέρκυρα. Μικρός που είναι ο κόσμος. Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, βρίσκομαι πίσω από ένα αυτοκίνητο, όταν ξαφνικά βλέπω να πετάει κάποιος από το παράθυρο ένα άδειο μπουκάλι. Το έχω δει τόσες φορές μα ακόμη δεν μπορώ να το συνηθίσω. Γιατί ρε γαμώτο? Δεν μπορούν να έχουν μια σακούλα να βάζουν τα σκουπίδια? Η να περιμένουν να βρουν ένα κάδο? Το ξέρω πως μάλλον θα πάω μακριά την κουβέντα, αλλά θεωρώ πως είναι ένδειξη της έλλειψης στοιχειώδους παιδείας αλλά και της αδιαφορίας που μας χαρακτηρίζει ως λαό. Ζαμανφουτισμός. Και οι άκρες των εθνικών δρόμων μοιάζουν με χωματερές. Ωχ αδερφέ, αν δεν το ρίξω εγώ θα το ρίξει κάποιος άλλος…
Τελικά βρήκα και ένα κόλπο για να ζεσταίνω τα χέρια μου. Σταματάω κάθε φορά που δεν αντέχω άλλο το κρύο και τα ζεσταίνω πάνω στην εξάτμιση. Κάποια στιγμή έφτασα στον Πειραιά. Εκεί τρόμαξα για μια στιγμή ότι έχω πάθει κρυοπάγημα μια και δεν μπορούσα να λυγίσω τον αντίχειρα μου. Κατέβηκα Καστέλλα, βρήκα τους φίλους μου, πήγαμε για φαγητό και πέρασαν όλα…

Την επόμενη μέρα είχα να πάω σε ένα επαγγελματικό σεμινάριο. Έτσι είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ το Κεφαλάρι, μια περιοχή κάτω από το όρος Πεντελικόν. Στα στενά του σοκάκια, σπίτια από άλλη εποχή, μου θύμιζαν τα προσφυγικά όπως το πατρικό μου. Μερικοί δρόμοι παρακάτω η κατάσταση αλλάζει και παίρνει έναν αέρα αριστοκρατικό. Αποκορύφωμα, το ξενοδοχείο όπου πήγαινα για το σεμινάριο, χλιδάτο μιας άλλης εποχής…
Το ίδιο βράδυ επισκέφτηκα το καινούριο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ που έχει και café στον όροφο. (ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΟΡΘΟ ΣΧΟΛΙΟ…) Εκεί λοιπόν γνώρισα ένα μάτσο κούκλες, σερβιτόρες και μπαργουίμεν, και έμαθα πως ξεχωρίζουν τους φανατικούς άντρες από τους μη φανατικούς που συχνάζουν εκεί. Το μυστικό παίδες είναι ο ΦΡΑΠΕΣ! (το τελικό ς έχει σημασία και αυτό…) Έτσι λοιπόν αν σας βγάλει ο δρόμος στον Ιανό (Σταδίου 24) σας συνιστώ να πάτε στο καφέ και να παραγγείλετε φραπέ! Έτσι εγγυημένα θα έχετε την προσοχή από τουλάχιστον 5-6 κούκλες ξανθιές, μελαχρινές και καστανές… Η φίλη μου που δουλεύει εκεί λέει πως μόλις πέσει παραγγελία φραπέ, τρέχει μέσα στην κουζίνα και λέει «Κορίτσια, σύρμα, ήρθε άντρας!!»

Το ίδιο βράδυ, πήγαμε σε ένα ωραίο bar στο Κολωνάκι, το Low Profile. Ξέρεις πως μπαίνεις κάπου καλά, όταν το τραγούδι που παίζει εκείνη τη στιγμή, σου είναι γνωστό και σου αρέσει…

Το κείμενο θα συνεχιστεί σύντομα...